Μαρωνίτες

Μαρωνίτες
Χριστιανική αραβική κοινότητα. Ο πρώτος πυρήνας των Μ. δημιουργήθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Μάρωνα, ηγούμενο μίας κοινότητας αφιερωμένης στη μυστική και ασκητική ζωή στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η μονή, η οποία αποτελούσε κέντρο των αγώνων εναντίον των Ιακωβιτών της Συρίας, αποδέχθηκε τον μονοθελητισμό (7ος αι.) και αναδείχθηκε σε επισκοπή. Οι Μ., που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς και τους Σαρακηνούς, με την παρότρυνση του Λατίνου πατριάρχη των Ιεροσολύμων, αναγνώρισαν την πνευματική πρωτοκαθεδρία της Καθολικής Εκκλησίας (1182)· η ένωση αυτή οριστικοποιήθηκε με τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1445). Οι Μ. μετά την ένωση διατήρησαν τα έθιμά τους, τη λειτουργία τους, το δικαίωμα γάμου των κληρικών και άλλες δοξασίες τους. Το 1854 ιδρύθηκε στη Ρώμη κολέγιο των Μ. από τον Γρηγόριο ΙB’. Μολονότι οι Μ. μιλούν την αραβική γλώσσα, χρησιμοποιούν στις θρησκευτικές τελετές τους την αραμαϊκή (αρχαία συριακή). Επικεφαλής τους έχει οριστεί ο ηγούμενος της μονής του Αγίου Μάρωνα, ο οποίος φέρει τον τίτλο του πατριάρχη Αντιοχείας. Τον 19ο αι. οι Μ. γνώρισαν πολλούς διωγμούς από τους μουσουλμάνους και κυρίως από τους Τούρκους. Μετά τον διαχωρισμό του Λιβάνου από τη Συρία, ο κύριος όγκος των Μ. βρίσκεται στο λιβανικό έδαφος, ενώ περιορισμένες ομάδες Μ. υπάρχουν στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στη Νότια Αμερική και στις ΗΠΑ. Σήμερα ο αριθμός των Μ. υπολογίζεται σε περίπου 1,3 εκατ. πιστούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Δρούσοι ή Δρούζοι — Λαός που ζει στη Συρία, στον Λίβανο, στο Ισραήλ και στην Ιορδανία. Η ονομασία τους προέρχεται από τον θρησκευτικό ηγέτη αλ Νταράζι, ο οποίος κατά τον 10ο αι. ανακήρυξε σε θεότητα τον χαλίφη Φατιμίντ αλ Χαλίμ. Οι Δ. χωρίζονται σε μυημένους ή… …   Dictionary of Greek

  • μαρωνίτης — ο (ως κύριο ον.) στον πληθ. οι Μαρωνίτες οπαδοί χριστιανικής αίρεσης τού Λιβάνου, αρχικά, και πιστοί τής Μαρωνιτικής Εκκλησίας, αργότερα, η οποία ανήκει στον Ρωμαιοκαθολικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού αγίου Μάρωνος, που λατρεύεται στον Λίβανο] …   Dictionary of Greek

  • μαρωνιτικός — ή, ό [Μαρωνίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μαρωνίτες («μαρωνιτικό αλφάβητο») …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”